- παθήσεως
- παθήσεω̆ς , πάθησιςpassivityfem gen sg (attic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αλλαξομουτσούνιασμα — το [αλλαξομουτσουνιάζω] 1. αλλοίωση των χαρακτηριστικών τού προσώπου ένεκα σωματικής παθήσεως 2. σκυθρωπότητα, κατήφεια … Dictionary of Greek
νυκτάλωψ — νυκτάλωψ, ωπος, ὁ και ἡ (Α) 1. αυτός που λόγω παθήσεως τών οφθαλμών βλέπει κατά τη διάρκεια τής νύχτας και όχι κατά τη διάρκεια τής ημέρας 2. αυτός που αδυνατεί να δει κατά τη νύχτα 3. αυτός που δεν βλέπει ούτε τη νύχτα ούτε την ημέρα 4. ως ουσ.… … Dictionary of Greek
ονυχεκτομή — η ιατρ. χειρουργική επέμβαση που γίνεται με σκοπό την αφαίρεση τού νυχιού, εξαιτίας κακώσεως, εισφρύσεως στη σάρκα ή άλλης παθήσεως … Dictionary of Greek
ωτικός — ή, ό / ὠτικός, ή, όν, ΝΜΑ [οὖς, ὠτός] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο αφτί, ωτιαίος νεοελλ. φρ. α) «ωτικό βύσμα» ιατρ. βύσμα που σχηματίζεται από κυψελίδα, αποπίπτοντα κύτταρα και ακαθαρσίες στον έξω ακουστικό πόρο, τον οποίο και συχνά… … Dictionary of Greek